Σκανδιναβός

Σκανδιναβός
ο
θηλ. Σκανδιναβή κάτοικος της Σκανδιναβίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σκανδιναβός — ο, θηλ. Σκανδιναβή, Ν ο κάτοικος τής Σκανδιναβίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σκανδιναβία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scandinavian < Scandinavia, αρχαία ονομασία της περιοχής αυτής. Η λ., στην παλαιότερη γρφ. Σκανδιναυοί, μαρτυρείται από το 1854… …   Dictionary of Greek

  • σκανδιναβικός — ή, ό, Ν [Σκανδιναβός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκανδιναβούς ή στη Σκανδιναβία ή αυτός που προέρχεται από τη Σκανδιναβία («Σκανδιναβική Χερσόνησος») 2. φρ. α) «σκανδιναβικές γλώσσες» γλωσσ. γλώσσες τού βορειογερμανικού κλάδου, στις… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”